κατήνεμος

κατήνεμος
κατήνεμος
exposed to the wind
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατήνεμος — κατήνεμος, ον (Α) ο εκτεθειμένος στον άνεμο («τὰ πρὸς βορέαν καὶ ὅλως κατήνεμα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήνεμος (< ἄνεμος) το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. προσ ήνεμος, υπ ήνεμος)] …   Dictionary of Greek

  • κατήνεμον — κατήνεμος exposed to the wind masc/fem acc sg κατήνεμος exposed to the wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηνέμοις — κατήνεμος exposed to the wind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήνεμοι — κατήνεμος exposed to the wind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • κατάνεμος — κατάνεμος, ον (Α) κατήνεμος, εκτεθειμένος στους ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. επ άνεμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”